Η Ιλλυρική γλώσσα #1: προλεγόμενα
Οι Ιλλυριοί ήταν οι βορειοδυτικοί γείτονες των αρχαίων Ελλήνων. Η περιοχή τους η Ιλλυρία ήταν και γεωγραφικά ασαφής και εθνολογικά ετερογενής. Υπάρχουν δύο τρόποι για να ορίσουμε την Ιλλυρία. Ο ένας είναι να περιγράψουμε την «μεγάλη» Ιλλυρία και να αφαιρέσουμε στη συνέχεια τα μη Ιλλυρικά φύλα που κατοικούσαν εντός της και ο άλλος είναι να περιγράψουμε την «μικρή» Ιλλυρία και να προσθέσουμε στη συνέχεια τα Ιλλυρικά φύλα που κατοικούσαν εκτός αυτής. Η «μεγάλη» Ιλλυρία ήταν ολόκληρη η περιοχή που εκτεινόταν από τα Κεραύνια όρη μέχρι την Τεργέστη και από την Αδριατική ακτή μέχρι το Δούναβη και τον Μάργο/Βρόγκο (άξονας Μεγάλου και Μικρού Μοράβα). Εντός αυτής της περιοχής υπήρχαν μη Ιλλυρικά φύλα όπως οι Λιβυρνοί και άλλα βενετόφωνα φύλα στα βορειοδυτικά, τα διάφορα Κελτικά φύλα στα βόρεια, βορειοανατολικά και ανατολικά όπως οι Σκορδίσκοι, τα «Θρακικά» (Δακο-Μυσικά) φύλα στα ανατολικά όπως οι Τριβαλλοί και οι Δάρδανοι και, τέλος, διάφορα ελληνόφωνα φύλα όπως οι Χάονες που συζούσαν με Ιλλυρικά φύλα από τα Κεραύνια όρη μέχρι την εκβολή του Αώου. Η «μικρή» Ιλλυρία, από την άλλη, μπορεί να οριστεί σαν η περιοχή που εκτείνεται από την εκβολή του του Αώου μέχρι την εκβολή του Krka με εσωτερικό σύνορο την νοητή γραμμή που ενώνει τα παρακάτω σημεία: εκβολή Αώου, Αντιπάτρεια, Οχρίδα/Λυχνιδός, Δρίνος ποταμός, άξονας Lim–Drina, Σάβος ποταμός και, τέλος, ποταμοί Una και Krka. Τα πλεονέκτημα της «μικρής» Ιλλυρίας είναι ότι περικλείει μόνον Ιλλυρικά φύλα. Σε αυτά πρέπει να προστεθούν Ιλλυρικά φύλα που μένουν απ΄έξω όπως οι Βυλλίονες που συνόρευαν με τους Χάονες, οι Εγχελείς της Λυχνιδού, οι Πενέστες μεταξύ Demir Hisar και Τetovo, οι Αυταριάτες που συνόρευαν με τους Τριβαλλούς και τους Δαρδάνους και οι Ιάποδες που σχημάτιζαν μια Ιλλυρική σφήνα ανάμεσα στα Βενετικά και Κελτικά φύλα στην ενδοχώρα του όρους Velebit.
Όπως είναι αυτονόητο, η γλωσσική έρευνα για την Ιλλυρική γλώσσα πρέπει να περιοριστεί σε ανθρωπωνύμια και τοπωνύμια εντός της «μικρής» Ιλλυρίας για να αποφύγουμε τον κίνδυνο «νοθεύσεως» των γλωσσολογικών δεδομένων από μη Ιλλυρικές γλώσσες. Η μελέτη της Ιλλυρικής γλώσσας είναι πιο δύσκολη σε σχέση με την Θρακική για τους παρακάτω λόγους:
1) Οι Έλληνες γνώριζαν καλύτερα τους Θράκες απ΄ότι τους Ιλλυριούς και υπήρχαν πολύ περισσότερες ελληνικές αποικίες στις θρακικές ακτές απ΄ότι στις ιλλυρικές, με αποτέλεσμα να υπάρχουν και πολύ περισσότερες ελληνικές επιγραφές με θρακικά ονόματα.
2) Στην περίπτωση του Δακο-Θρακικού γλωσσικού συνεχούς, υπάρχουν αρχαίες μαρτυρίες που μας πληροφορούν για το «ομόγλωσσον» και το «ομοηθές» των εθνών. Αντίθετα, καμία αρχαία πηγή δεν μας πληροφορεί ότι τα Ιλλυρικά φύλα μιλούσαν μία κοινή «Ιλλυρική» γλώσσα ή ότι είχαν κοινά ήθη. Η ομογλωσσία θα πρέπει να εξαχθεί από την γλωσσολογικά δεδομένα, όπως τα ανθρωπωνύμια, τα οποία όντως δείχνουν ότι το ανθρωπωνυμικό υλικό ήταν κοινό εντός της «μικρής» Ιλλυρίας και ότι το υλικό αυτό απαντά και εκτός της τελευταίας (ενδεικτικό των Ιλλυρικών φύλων που κατοικούσαν εκτός της «μικρής» Ιλλυρίας).
3) Οι Δακο-Θράκες είχαν τυπικά τοπωνυμικά επιθήματα (-deva, -bria, -para, -diza) που μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε αντικειμενικά την έκταση του γλωσσικού συνεχούς και την εσωτερική του ποικιλία. Αντίθετα, οι Ιλλυριοί δεν είχαν τυπικά Ιλλυρικά τοπωνύμια και η απόδειξη γλωσσικού συνεχούς βασίζεται μόνο στο ανθρωπωνυμικό υλικό. Μελετώντας το τελευταίο, ο Radoslav Katičić χώρισε χονδρικά την «μικρή» Ιλλυρία σε τρεις «ζώνες» και την «μεγάλη» σε επτά. Οι τρεις ζώνες της «μικρής» Ιλλυρίας είναι η «νότια» (Αλβανία-Μαυροβούνιο) και τα δύο μισά της «βόρειας» («δαλματική» = παράκτια και «ενδοχωρική» προς τον Σάβο).
Η μελέτη των ανθρωπωνύμων της ζώνης 4 από τον Untermann το 1961 απέδειξε ότι οι Λιβυρνοί ήταν βενετόφωνοι, ενώ στις ζώνες 5,6,7 εντοπίστηκε σημαντική Κελτική παρουσία και, στην ζώνη 7 ειδικότερα (Τριβαλλοί και Δάρδανοι), «Θρακική» (Δακο-Μυσική). Και ενώ είναι εύλογο σε όλους ότι η μελέτη του υλικού πρέπει να περιοριστεί εντός της «μικρής» Ιλλυρίας, στην πραγματικότητα αυτός ο κανόνας σπάνια εφαρμόστηκε και δυστυχώς ορισμένες «νοθείες» έχουν περάσει στην βιβλιογραφία σαν «Ιλλυρικές» και δυστυχώς διαιωνίζονται ακρίτως ως τέτοιες. Θα αναφέρω δύο παραδείγματα. Στις ζώνες 4,5 απαντά το όνομα Vescleves το οποίο μπορεί να ετυμολογηθεί ως «Εὐκλῆς» (< Εὐκλέϝης) και ακριβώς αντίστοιχο του Ινδικού Wasusravas (PIE *wesu-«καλός» -άσχετο με το *h1su-= «καλός» που έδωσε το ελληνικό εὖ- και *k’lewes– «κλέος»). Η ετυμολογία είναι σίγουρη, αλλά αυτό που δεν είναι σίγουρο είναι το εάν το όνομα είναι όντως Ιλλυρικό ή Βενετο-Κελτικό (οι εν λόγω ΙΕ ρίζες απαντούν στο ανθρωπωνυμικό υλικό αυτών των γλωσσών). Το συγκεκριμένο όνομα, όπως και τα Clevas, Clevata που βρέθηκαν στην ίδια βόρεια Ιλλυρική περιοχή, χρησιμοποιήθηκαν σαν απόδειξη ότι η Ιλλυρική γλώσσα ήταν τύπου centum, κάτι που «στεναχώρησε» τους Αλβανούς μελετητές που προσπαθούσαν μανιωδώς ν΄«αποδείξουν» ότι η αλβανική κατάγεται από την αρχαία Ιλλυρική. Σε μία από τις λίγες φορές που οι Αλβανοί μελετητές είχαν δίκαιο, οι τελευταίοι ορθά παρατήρησαν ότι το όνομα Vescleves δεν μπορεί να θεωρηθεί Ιλλυρικό εάν δεν απαντηθεί και εντός της «μικρής» Ιλλυρίας και, επιπλεόν η τροπή *k’l->kl- δεν είναι αρκετή για ν΄αποδείξει ότι μία γλώσσα είναι centum, διότι η αλβανική αν και satem έχει απουρανώσει (depalatalization) τα ουρανωμένα υπερωικά πριν από ένηχα r,l,m,n λ.χ. *g’onu-«γόνατο» > EPA *g(a)nuna > gluna (ανομοίωση n..n>l..n όπως το κελτικό αντίστοιχο της ίδιας ρίζας) > gju και *smek’ros> mjekër «γένι».
Και η μελέτη του νηφάλιου Orel σχετικά με την αλβανική απουράνωση στην γειτονιά ένηχου συμφώνου:
Το δεύτερο παράδειγμα νόθου «Ιλλυρικού» όρου το έχω αναλύσει αλλού. Είναι το θεωνύμιο που κατέγραψε ο Ησύχιος Δειπάτυρος = θεὸς παρὰ Στυμφαῖοις που κάποιοι εντελώς ακρίτως βιάστηκαν να χαρακτηρίσουν ως Ιλλυρική εκδοχή του *Dyēus ph2ter, ενώ οι Τυμφαίοι ήταν ελληνικό Μολοσσικό (αργότερα Άνω Μακεδονικό) φύλο, όπως μαρτυρεί το όνομά τους (ελληνική τροπή *bh>ph Τυμφαίοι = κάτοικοι της Τύμφης < *(s)tembh– > Τυμφρηστός, ἀστεμφής) και αυτά των ηγετών τους (λ.χ. *spergh– > Πολυ(σ)πέρχων = «πολύ γρήγορος/ενεργητικός» όπως σπέρχω, Σπερχειός). Όχι μόνο δεν είναι Ιλλυρικό θεωνύμιο, αλλά κατά την γνώμη μου δεν σχετίζεται με τον Πατέρα Δία, αλλά με τον γιό του Ηρακλή (< *Δειπάτορος = θεματοποιημένη μορφή του αθεματικού Δειπάτωρ < *Djew-i-ph2tōr «που έχει πατέρα τον Δία» όπως τα θεοπάτωρ, ὀβριμοπάτρη = «που έχει ὄβριμο πατέρα» και το ζεύγος Κλεοπάτρα ~ Αβεστικό Srūta-fəδrī «που έχει ξακουστό πατέρα» που υπογράμμισα με μπλε πιο πάνω). Για να καταλάβετε το βαθμό της «νοθείας», από τους τέσσερεις όρους που αναφέρονται σαν Ιλλυρικοί από έναν σοβαρό γλωσσολόγο σαν τον Benjamin Fortson, οι δύο είναι οι νόθοι που ανέφερα:
Η παραπάνω σελίδα αναφέρει επίσης την Ιλλυρική λέξη ῥίνος = ομίχλη που έχει συσχετιστεί με την αλβανική ren = «σύννεφο» και μας εισάγει σε ένα άλλο σημαντικό θέμα, την σχέση Ιλλυρικής και Μεσσαπικής γλώσσας. Η Μεσσαπική ήταν μια ΙΕ γλώσσα που δεν ανήκε στον Ιταλικό κλάδο και ομιλιόταν στο «τακούνι» της Ιταλίας. Είναι γνωστή από έναν αριθμό επιγραφών και ορισμένες αρχαίες παραδόσεις ήθελαν τους Μεσσάπιους Ιλλυριούς αποίκους. Ορισμένες ανθρωπωνυμικές ομοιότητες φαίνεται να επαληθεύουν την σχέση. Το εναλλακτικό τους όνομα Ιάπυγες έχει συσχετιστεί με το Ιλλυρικό Ιάποδες. Για την σχέση Ιλλυρικής και Αλβανικής θα μιλήσω στο τέλος, μετά την γλωσσολογική ανάλυση της Ιλλυρικής.
Σαν να μην έφταναν οι «νόθοι» όροι, στα βιβλία ΙΕ γλωσσολογίας θα βρείτε και πολλούς ανύπαρκτους/φανταστικούς ιλλυρικούς όρους. Σε πολλά βιβλία θα βρείτε σαν ιλλυρικό λήμμα του Ησυχίου το ἄβεις = φίδια, Ιλλυριοί και ετυμολογική παραγωγή από τη ρίζα *h2angwhis που έδωσε το λατινικό anguis = χέλι. Κοιτάξτε λ.χ. τι γράφουν οι Mallory-Adams:
Κάποιος που δεν έχει άμεση πρόσβαση στις γλώσσες του Ησυχίου συμπεραίνει ότι ο τελευταίος έγραψε ότι «ἄβεις» ήταν τα φίδια στην γλώσσα των Ιλλυριών. Όταν όμως δούμε τι ακριβώς έγραψε ο Ησύχιος τότε η εικόνα αλλάζει τελείως. Ο Ησύχιος απλά γράφει ἄβεις = ἔχεις !!!
*<ἀβέβηλον>· καθαρόν vg (Pn)<ἄβεις>· ἔχεις<ἀβέλλει>· στέφει (p) w
Με άλλα λόγια, ούτε γράφει πουθενά ότι πρόκειται για ιλλυρικό λήμμα, αλλά ούτε γίνεται λόγος πουθενά για «φίδια». Μόνο ένα «διεστραμμένο» μυαλό κατά την περίοδο του Πανιλλυρισμού μπορούσε να δει πίσω από το «ἔχεις» όχι τον δεύτερο ενικό του «ἔχω», αλλά τον πληθυντικό του «ἔχις» = «οχιά» ! Ο Ησύχιος απλά καταγράφει ότι το λατινικό habēs (~ ἄβεις, δεύτερο πρόσωπο οριστικής ενικού ενεστώτα του habeō = ἔχω) και το μεταφράζει στην ελληνική ως «ἔχεις» !!! Ούτε για «φίδια» ούτε και για «Ιλλυριούς» μιλάει !!!
Εκτός από τους νόθους και φανταστικούς όρους η μελέτη της Ιλλυρικής γλώσσας έχει παράξει και την μεγαλύτερη ΓΚΑΦΑ όλων των εποχών στο θέμα των παλαιοβαλκανικών γλωσσών !!! Σε ένα δακτυλίδι που βρέθηκε στον αρχαιολογικό χώρο Koman της βορείου Αλβανίας, οι επίδοξοι «ιλλυριολόγοι» διάβασαν την επιγραφή ΑΝΑ ΟΗΘΗ ΙCΕΡ και το θεώρησαν δείγμα της ιλλυρικής γλώσσας που αποκωδικοποίησαν ως «αφιερωμένο [iser-] στην θεά [ana] Οήθη» !!! Όταν η Βουλγάρα αρχαιολόγος Ognenova εξέτασε το δακτυλίδι παρατήρησε ότι στην πραγματικότητα ήταν ελληνική επιγραφή της πρώιμης βυζαντινής περιόδου που έγραφε ΚΥΡΙΕ ΒΟΗΘΗ ΑΝΝΑ (= Κύριε βοήθει Ἄννᾳ = Κύριε βοήθησε την Άννα) και την οποία οι επίδοξοι «ιλλυριολόγοι» διάβαζαν και λάθος και ανάποδα !!!
Ένα επιπλέον πρόβλημα είναι τα άπαξ ονόματα που απαντούν εκτός της «μικρής» Ιλλυρίας και τα οποία δεν εμφανίζουν παρόμοια ούτε εντός της μικρής Ιλλυρίας ούτε εντός της σίγουρης Δακο-Θρακικής ζώνης και οι κελτιστές δεν τα δέχονται ως κελτικά. Τι γλώσσα λοιπόν μιλούσαν οι φορείς αυτών των ονομάτων; Θα δώσω ένα παράδειγμα. Κοντά στο σύνορο των περιοχών 6 και 7, ανάμεσα στους ποταμούς Σάβο και Δράβο, ζούσε το φύλο των Βρευκών (Breuci). Η περιοχή τους ήταν πάνω στο Δακο-Ιλλυρικό όριο και, σαν να μην έφτανε αυτό, το ανθρωπωνυμικό υλικό της περιοχής δείχνει κελτική παρουσία. Σε αυτήν λοιπόν την περιοχή έχει βρεθεί το άπαξ όνομα Blaedarus , που δεν απαντά πουθενά αλλού. Από ΙΕ γλωσσολογικής σκοπιάς η ετυμολόγηση δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Το δύσκολο είναι να βρούμε ποια γλώσσα μιλούσε ο φορέας του ονόματος. Το όνομα περιέχει την ΙΕ ρίζα *bhlai-dos (< *bhlH-i-dos) «χλωμός» που έχει δώσει λέξεις με τη σημασία «χλωμός» στην αλβανική PAlb. *blaidura > Alb. blehurë , στην σλαβική PSlv. blědŭ και στον γερμανικό κλάδο PGrm. *blaitaz > παλαιοαγγλικό (OE) blāt, γερμανικό Blass, αγγλικό blate. O γερμανικός κλάδος έχει και το συγγενικό παράλληλο *bhlai-gos > *blaikaz. Επομένως, η ΙΕ ετυμολογία του ονόματος είναι αρκετά σίγουρη. Άντε όμως τώρα να βρεις αν πρόκειται για Ιλλυρικό ή Δακο-Θρακικό όνομα, όταν δεν έχει απαντηθεί κάπου αλλού.
Α) Ιστορικά Στοιχεία:
Αντίθετα με τους Θράκες και τους Παίονες, οι Ιλλυριοί δεν αναφέρονται στα ομηρικά έπη τα οποία γράφθηκαν πριν από το 700 π.Χ. όταν το Ιόνιο και η Αδριατική ήταν ακόμα σχετικά άγνωστες θάλασσες για τους Έλληνες. Το όνομα «Ιλλυριοί» εξαπλώθηκε δευτερογενώς σαν ευρύτερο εθνωνύμιο. Αρχικά φαίνεται να προσδιόριζε μόνο ένα Ιλλυρικό φύλο, αυτό που οι λατίνοι συγγραφείς ονομάζουν “Illyrii proprie dicti” («ορθώς αποκαλούμενοι Ιλλυριοί»), το οποίο κατοικούσε γύρω από την λίμνη της Σκόδρας και την εκβολή του Δρίλωνα/Δρίνου. Πρέπει να ήταν ένα από τα πρώτα Ιλλυρικά φύλα που γνώρισαν οι Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιησαν τον όρο για να ονομάσουν το ευρύτερο σύνολο, όπως οι Ασιατικοί λαοί χρησιμοποίησαν τον όρο «Ίωνες» για να ονομάσουν όλους τους Έλληνες όπως λ.χ. οι Πέρσες χρησιμοποιούσαν τους όρους Yauna = «Έλληνες στα παράκτια της Μικράς Ασίας», Yauna Paradraya = «Έλληνες μετά τη θάλασσα» για τους Έλληνες της κυρίως Ελλάδος και Yauna Takabara = «ασπιδοφόροι Έλληνες» (= «που φορούν το καπέλο που μοιάζει με ασπίδα = καυσία») για τους Μακεδόνες τους οποίους ξεχωρίζουν από τους Skudra = «Θράκες».
Οι άφιξη των Ιλλυριών στην σημερινή Αλβανία χρονολογείται γύρω στο 1000 π.Χ. και έχει συσχετιστεί αρχαιολογικά με την εξάπλωση του ορίζοντα Glasinac (η κοιτίδα του οποίου θεωρείται η περιοχή Glasinac στα Δαλματικά όρη), ο οποίος πιστεύεται ότι δημιούργησε την πίεση που προκάλεσε την μετανάστευση Θρακών και Φρυγών στην Ασία, αλλά και την λεγόμενη «κάθοδο των Δωριέων». Στην μέγιστή του έκταση ο ορίζοντας Glasinac κάλυπτε όλη την βόρειο Ήπειρο και την Μακεδονία (με την εξαίρεση της Πιερίας της κοιτίδας των Μακεδόνων) ως τον Στρυμώνα μέχρι το 700 π.Χ. περίπου όταν αρχίζει να οπισθοχωρεί προς τα μετέπειτα «παραδοσιακά» Ιλλυρικά εδάφη. Ο Μακεδονικός μύθος του Διονύσου Ψευδάνορος που περιγράφει αντίσταση έναντι των Ιλλυριών ίσως είναι μυθικό κατάλοιπο της εξάπλωσης των Μακεδόνων στην Μακεδονία και την απώθηση των Ιλλυριών. Μια άλλη εναλλακτική αιτία της παρακμής της Ιλλυρικής ισχύος που έχει προταθεί είναι οι λεγόμενες «Θρακο-Κιμμερικές» επιδρομές που έκαναν αισθητή την παρουσία τους μέχρι την Δωδώνη και οι οποίες έφεραν τους Ηδωνούς Θράκες στον κάτω Αξιό και ενδεχομένως τους Τριβαλλούς και τους Δαρδάνους δυτικά του Μοράβα. Σύμφωνα με την ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένωντου Hammond, αυτά δείχνουν Ηπειρωτική εξάπλωση στην περιοχή της Κορυτσάς και της Πελαγονίας περί το 650 π.Χ., ενώ την ίδια περίοδο οι Μακεδόνες αρχίζουν να εξαπλώνονται από τα όρη της Πιερίας στην κεντρική Μακεδονία.
Πριν την ίδρυση της Κέρκυρας ως Κορινθιακής αποικίας, το νησί φαίνεται να βρισκόταν στον έλεγχο των Λιβυρνών, ενώ ο μύθος της ιδρύσεως της Επιδάμνου θέλει την πόλη σε Λιβυρνικά χέρια πριν από την άφιξη των Κερκυραίων αποίκων. Αυτά δείχνουν ότι οι Λιβυρνοί ήταν από νωρίς σημαντική ναυτική δύναμη στην Αδριατική (το ανάλογο των μεσαιωνικών Βενετών) κάτι που επιβεβαιώνεται από τον ρωμαϊκό τύπο σκάφους με το όνομα Liburna.
Με τον καιρό, οι Έλληνες της Επιδάμνου δημιούργησαν έναν γενεαλογικό μύθο για τους προσκείμενους σε αυτούς Ιλλυριούς όπου ο γεννάρχης τους Ιλλυριός εμφανίζεται σαν υιός του Κύκλωπα, ενώ παιδιά του είναι ο Ταΰλας (επώνυμος των Ταυλαντίων), ο Εγχελεύς (επώνυμος των Εγχελέων) και η Παρθώ (επώνυμη των Παρθίνων που κατοικούσαν στα δυτικά/νοτιοδυτικά της λίμνης Οχρίδας). Το γεγονός ότι ο Κύκλωψ εμφανίζεται σαν πρόγονος των Ιλλυριών δείχνει ότι οι Έλληνες τους θεωρούσαν από νωρίς σαν απολίτιστο και ληστρικό ( *pk’u-klop- = «ζωοκλέπτης») λαό. Ο Ηρόδοτος έχει μάλλον κατά νου τους Λιβυρνούς όταν μιλάει για τους «Ιλλυριούς Ενετούς», φράση που πρέπει να διαβαστεί σαν «οι Ενετοί που κατοικούν στην Ιλλυρία», όπως η παρεμφερής αναφορά σε «Βρύγες Θρήικες» (Βρύγες της Θράκης) του ίδιου συγγραφέα και οι «Ἕλληνες Θρῇκες» (Έλληνες άποικοι της Θράκης) του Εκαταίου.
[1.196] αὕτη μὲν δή σφι ἄρτισις περὶ τὸ σῶμα ἐστί: νόμοι δὲ αὐτοῖσι ὧδε κατεστᾶσι, ὁ μὲν σοφώτατος ὅδε κατὰ γνώμην τὴν ἡμετέρην, τῷ καὶ Ἰλλυριῶν Ἐνετοὺς πυνθάνομαι χρᾶσθαι. [6.45] [1] Μαρδονίῳ δὲ καὶ τῷ πεζῷ στρατοπεδευομένῳ ἐν Μακεδονίῃ νυκτὸς Βρύγοι Θρήικες ἐπεχείρησαν· καί σφεων πολλοὺς φονεύουσι οἱ Βρύγοι, Μαρδόνιον δὲ αὐτὸν τρωματίζουσι.
Αντιθέτως, πολλοί μελετητές διάβασαν εσφαλμένα την ηροδότεια ρήση σαν να δείχνει ότι καθ΄Ηρόδοτον όλοι οι Ενετοί ήταν Ιλλυρικό φύλο. Όπως έγραψα και πιο πάνω, το 1961 ο Untermann έδειξε ότι οι Λιβυρνοί είχαν ως επί το πλείστον Βενετικά ονόματα:
Από τον Πολύβιο γνωρίζουμε ότι οι Μακεδόνες χρησιμοποιούσαν διερμηνείς για να συνεννοηθούν με τους Ιλλυριούς, ενώ ο Στράβων μας πληροφορεί ότι στα χρόνια του, πολλοί από τους νοτιότερους Ιλλυριούς που κατοικούσαν δίπλα από τους Μακεδόνες και τους Ηπειρώτες ήταν ήδη δίγλωσσοι:
[Πολύβ. 28.8-9] ὁ δὲ Περσεὺς παραγενόμενος εἰς Στύβερραν τήν τελείαν ἐλαφυροπώλησεν καὶ τὴν δύναμιν ἀνέπαυσε, προσδεχόμενος τοὺς περὶ τὸν Πλευρᾶτον.παραγενομένων δ᾽αὐτῶν, ἀκούσας τὰ παρὰ τοῦ Γενθίου πάλιν ἐξ αὐτῆς ἔπεμπε τὸν Ἀδαῖον καὶ σὺν τούτῳ τὸνΓλαυκίαν, ἕνα τῶν σωματοφυλάκων, καὶ τρίτον τὸν Ἰλλυριὸν διὰ τὸ τὴν διάλεκτον εἰδέναι τὴν Ἰλλυρίδα,[Στράβων 7.7.8] καὶ δὴ καὶ τὰ περὶ Λύγκον καὶ Πελαγονίαν καὶ Ὀρεστιάδα καὶ Ἐλίμειαν τὴν ἄνω Μακεδονίαν ἐκάλουν, οἱ δ᾽ ὕστερον καὶ ἐλευθέραν: ἔνιοι δὲ καὶ σύμπασαν τὴν μέχρι Κορκύρας Μακεδονίαν προσαγορεύουσιν, αἰτιολογοῦντες ἅμα ὅτι καὶ κουρᾷ καὶ διαλέκτῳ καὶ χλαμύδι καὶ ἄλλοις τοιούτοις χρῶνται παραπλησίως: ἔνιοι δὲ καὶ δίγλωττοί εἰσι. καταλυθείσης δὲ τῆς Μακεδόνων ἀρχῆς ὑπὸ [p. 450] Ῥωμαίους ἔπεσε. διὰ δὲ τούτων ἐστὶ τῶν ἐθνῶν ἡ Ἐγνατία ὁδὸς ἐξ Ἐπιδάμνου καὶ Ἀπολλωνίας: περὶ δὲ τὴν ἐπὶ Κανδαουίας ὁδὸν αἵ τε λίμναι εἰσὶν αἱ περὶ Λυχνιδὸν ταριχείας ἰχθύων αὐτάρκεις ἔχουσαι.
Δεν μας είναι γνωστό το μέχρι πότε επιβίωσε η Ιλλυρική γλώσσα. Όπως τα νοτιότερα Ιλλυρικα φύλα είχαν γίνει δίγλωσσα επί Στράβωνος, έτσι και πάνω από τη γραμμή του Jireček, οι παράκτιοι Ιλλυριοί εν τέλει εκλατινίστηκαν. Στην ορεινή ενδοχώρα, η Ιλλυρική γλώσσα σίγουρα επιβίωσε περισσότερο, αλλά η γενική εικόνα δείχνει ότι είχε εξαφανιστεί πριν από την Δακο-Θρακική η οποία αναφέρεται ακόμα τον 6ο αιώνα. Δευτερογενείς αναφορές που θέλουν τον Άγιο Ιερώνυμο να γνωρίζει την «Ιλλυρική» γλώσσα πρέπει να διαβαστούν με μεγάλη προσοχή μιας και το συγκεκριμένο πρόσωπο καταγόταν από την πόλη Στριδώνα κοντά στην σημερινή Ljubliana της Σλοβενίας, εκτός της «μικρής» Ιλλυρίας που περιέγραψα πιο πάνω και, αυτό που ο ίδιος γράφει είναι ότι γνώριζε και την ‘sermo gentilis’ (Commentary on Isaiah 7.19) της περιοχής του, η οποία τόσο βόρεια μπορεί κάλλιστα να ήταν Βενετική ή Κελτική ή μια επιχώρια δημώδης ποικιλία της λατινικής.
https://milibutka.blogspot.al/